Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
accurately /ˈæk.jʊ.rət/ = USER: ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
additionally /əˈdɪʃ.ən.əl/ = USER: επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, συμπληρωματικά, επί πλέον

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
affiliate /əˈfɪl.i.eɪt/ = VERB: υιοθετώ, εισδέχομαι μέλη, σχετίζω; USER: θυγατρικών, θυγατρική, Affiliate, θυγατρικής, εταιρικά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
aggregate /ˈæɡ.rɪ.ɡət/ = NOUN: σύνολο, αδρανές πρόσμιγμα, μίγμα, αμμοχάλικο; ADJECTIVE: συνολικός; VERB: συναθροίζω, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικό, συνολική, συνολικά

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
allowing /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, που επιτρέπουν

GT GD C H L M O
alongside /əˌlɒŋˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μήκος της πλευράς, παραπλευρώς; ADJECTIVE: πλευρισμένος; USER: παράλληλα, παράλληλα με, μαζί με, μαζί, δίπλα

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analysis /əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση; USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
approval /əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία; USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
automatic /ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο; ADJECTIVE: αυτόματος; USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
begin /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
broader /brɔːd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερου, ευρύτερη, ευρύτερο, ευρύτερης

GT GD C H L M O
browsing /braʊz/ = VERB: ξεφυλλίζω, βοσκώ, φυλλομετρώ, εξετάζω ταχέως; USER: περιήγηση, περιήγησης, την ώρα, ώρα, την περιήγηση

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calculation /ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος; USER: υπολογισμός, υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που

GT GD C H L M O
campaigns /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; USER: εκστρατείες, καμπάνιες, εκστρατειών, ενημερωτικές εκστρατείες, τις καμπάνιες

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
capability /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, δυνατότητες, την ικανότητα

GT GD C H L M O
cards /kɑːd/ = NOUN: καρτέλλες; USER: κάρτες, καρτών, χαρτιά, φύλλα, τις κάρτες

GT GD C H L M O
cart /kɑːt/ = NOUN: καροτσάκι, κάρο, χειράμαξα, μεταφέρω διά κάρου; VERB: κουβαλώ; USER: καλάθι, Διαχείριση

GT GD C H L M O
cash /kæʃ/ = NOUN: μετρητά, ρευστό χρήμα, μετρητά χρήματα; VERB: εισπράττω, εξαργυρώνω; USER: μετρητά, μετρητών, σε μετρητά, ροών, ταμειακών

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
channels /ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός; VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω; USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων

GT GD C H L M O
chat /tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία; VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat

GT GD C H L M O
checkout /ˈtʃek.aʊt/ = NOUN: αποχώρηση; USER: checkout, Ολοκλήρωση αγοράς, ταμείο, ολοκλήρωση της παραγγελίας, ολοκλήρωση της

GT GD C H L M O
clearer /klɪər/ = USER: σαφέστερη, σαφέστερο, σαφέστερες, σαφέστερος, σαφέστερα

GT GD C H L M O
clicks /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; USER: κλικ, κάνει κλικ, κλικ του, μόνο κλικ, κλικ σε

GT GD C H L M O
colors /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά; USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα

GT GD C H L M O
commerce /ˈkɒm.ɜːs/ = NOUN: εμπόριο; USER: εμπόριο, Εμπορίου, Commerce, εμπορικά, το εμπόριο

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
continually /kənˈtɪn.ju.əl/ = ADVERB: συνεχώς, διαρκώς; USER: συνεχώς, διαρκώς, συνεχή, συνεχής

GT GD C H L M O
convenience /kənˈviː.ni.əns/ = NOUN: ευκολία, άνεση; USER: ευκολία, άνεση, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή

GT GD C H L M O
convenient /kənˈviː.ni.ənt/ = ADJECTIVE: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, αναπαυτικός; USER: βολικός, κατάλληλος, εύκολος, βολικό, βολική

GT GD C H L M O
convert /kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω; NOUN: προσήλυτος; ADJECTIVE: προσήλυτος; USER: μετατρέπουν, μετατροπή, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
credit /ˈkred.ɪt/ = NOUN: πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, πεποίθηση, βερεσές, τιμή; VERB: πιστώνω, δίνω πίστωση, πιστεύω; USER: πίστωση, πίστη, πιστωτική, πιστωτικών, πιστωτικές

GT GD C H L M O
currencies /ˈkʌr.ən.si/ = NOUN: νόμισμα, νομίσματα, συνάλλαγμα, χρήματα, χαρτονομίσματα, κυκλοφορία, νόμισμα χώρας; USER: νομίσματα, νομισμάτων, Νόμισμα, τα νομίσματα

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
dashboards /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακες, dashboards, πίνακες εργαλείων, πίνακες οργάνων

GT GD C H L M O
database /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
demographic /ˌdeməˈgrafik/ = ADJECTIVE: δημογραφικός; USER: δημογραφικός, δημογραφική, δημογραφικές, δημογραφικών, δημογραφικής

GT GD C H L M O
demonstrates /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: καταδεικνύει, αποδεικνύει, δείχνει, επιδεικνύει, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
departments /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, τμήματα, τμημάτων, των υπηρεσιών

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
disappear /ˌdɪs.əˈpɪər/ = VERB: εξαφανίζομαι, χάνομαι, εκλείπω; USER: εξαφανίζονται, εξαφανιστούν, εξαφανιστεί, εξαφανίζεται, να εξαφανιστούν

GT GD C H L M O
discounts /ˈdɪs.kaʊnt/ = NOUN: έκπτωση, προεξόφληση; USER: εκπτώσεις, Οι εκπτώσεις, τις εκπτώσεις, εκπτώσεων, Οι εκπτώσεις για

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drill /drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα; VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω; USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
dynamic /daɪˈnæm.ɪk/ = ADJECTIVE: δυναμικός; USER: δυναμικός, δυναμική, δυναμικά, δυναμικό, δυναμικής

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
efficiently /ɪˈfɪʃ.ənt/ = USER: αποτελεσματικά, αποδοτικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
efforts /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για

GT GD C H L M O
email /ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου

GT GD C H L M O
embedded /ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα; USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enjoy /ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι; USER: απολαύστε, απολαύσετε, απολαμβάνουν, απολαύσουν, να απολαύσετε

GT GD C H L M O
entire /ɪnˈtaɪər/ = ADJECTIVE: ολόκληρος; USER: ολόκληρος, ολόκληρο, ολόκληρο το, ολόκληρη, σύνολο

GT GD C H L M O
errors /ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα; USER: σφάλματα, λάθη, σφαλμάτων, τα λάθη, τα σφάλματα

GT GD C H L M O
established /ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος; USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
expanding /ɪkˈspænd/ = VERB: διαστέλλω, εξαπλώνω, εξαπλώνομαι; USER: επέκταση, την επέκταση, επεκτείνοντας, επεκτείνεται, επέκταση της

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
featured /ˈfiː.tʃər/ = VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτήρισε, χαρακτηρίστηκε, εμφανίζεται, εμφανίζονται, προτεινόμενες

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
fedex = USER: FedEx, η FedEx, της Fedex

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
flows /fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους; VERB: ρέω, κυλώ; USER: ροές, ροών, ροή, ρεύματα, ρευμάτων

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fulfill /fʊlˈfɪl/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ; USER: πληρούν, εκπληρώσει, εκπληρώσουν, εκπληρώνουν, εκπλήρωση

GT GD C H L M O
fulfilled /fʊlˈfɪld/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ; USER: πληρούνται, πληρούται, εκπληρώσει, εκπληρωθεί, εκπληρωθούν

GT GD C H L M O
fulfillment /fo͝olˈfilmənt/ = NOUN: εκπλήρωση; USER: εκπλήρωση, τήρηση, εκπλήρωσης, την εκπλήρωση, εκτέλεση

GT GD C H L M O
fulfilment /fʊlˈfɪl.mənt/ = NOUN: εκπλήρωση; USER: εκπλήρωση, τήρηση, εκπλήρωσης, την εκπλήρωση, εκτέλεση

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
habits /ˈhæb.ɪt/ = NOUN: συνήθεια, ένδυμα, ενδυμασία; USER: συνήθειες, συνηθειών, τις συνήθειες, οι συνήθειες, συνήθειές

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
helps /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
hope /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε

GT GD C H L M O
hosted /həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
images /ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα; VERB: εικονίζω, φαντάζομαι; USER: εικόνων, εικόνες, φωτογραφίες, τις εικόνες, εικόνες που

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
increasing /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initial /ɪˈnɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: αρχικός; VERB: μονογραφώ; USER: αρχικός, αρχική, αρχικής, αρχικό, αρχικές

GT GD C H L M O
insight /ˈɪn.saɪt/ = NOUN: διορατικότητα, επίγνωση, ενόραση, οξυδέρκεια; USER: διορατικότητα, ενόραση, εικόνα, εικόνα για, γνώση

GT GD C H L M O
instantly /ˈɪn.stənt.li/ = ADVERB: στη στιγμή, πάραυτα, εις την στιγμή; USER: στη στιγμή, αμέσως, άμεσα, άμεση, στιγμιαία

GT GD C H L M O
insurer /ɪnˈʃɔː.rər/ = NOUN: ασφαλιστής; USER: ασφαλιστής, ασφαλιστή, ασφαλιστική, ασφαλιστική εταιρεία, ασφάλισης

GT GD C H L M O
insuring /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: ασφαλίζω; USER: ασφάλιση, την ασφάλιση, ασφάλισης, την ασφάλιση των, ασφάλιση των

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
intent /ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων; ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος; USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση

GT GD C H L M O
interested /ˈɪn.trəs.tɪd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος; USER: ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενα, τα ενδιαφερόμενα, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερομένων, ενδιαφερομένων

GT GD C H L M O
international /ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής; USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
intuitive /ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός; USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά

GT GD C H L M O
inventory /ˈɪn.vən.tər.i/ = NOUN: καταγραφή εμπορευμάτων, απογραφή εμπορευμάτων; USER: απογραφή, απογραφής, απόθεμα, αποθέματος, αποθεμάτων

GT GD C H L M O
investment /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης

GT GD C H L M O
invoice /ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ; VERB: τιμολογώ; USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων

GT GD C H L M O
invoicing /ˈɪn.vɔɪs/ = VERB: τιμολογώ; USER: τιμολόγηση, τιμολόγησης, τιμολογίων, την τιμολόγηση, έκδοση τιμολογίων

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
item /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν

GT GD C H L M O
items /ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα; USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία

GT GD C H L M O
label /ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα; VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω; USER: επιγραφή, ετικέτα, σήμα, ετικέτας, σήματος

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
live /lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός; USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
manage /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
managers /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη

GT GD C H L M O
manual /ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο; ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος; USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου

GT GD C H L M O
manufacturer /ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης; USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή

GT GD C H L M O
marked /mɑːkt/ = ADJECTIVE: μαρκαρισμένος, αξιοσημείωτος, σημαδιακός; USER: σήμανση, επισημαίνονται, σημειώνονται, σημειώνεται, χαρακτηρίζεται

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketers /ˈmɑːkɪtər/ = USER: marketers, έμποροι, οι έμποροι, εμπόρους, τους εμπόρους

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
merchandisers /ˈmɜːtʃəndaɪzər/ = NOUN: έμπορος, εμπορευόμενος; USER: αλυσί'ες, αλυσί'ες καταστημάτων, καταστημάτων, merchandisers, αλυσί'ων καταστημάτων,

GT GD C H L M O
met /met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε

GT GD C H L M O
metrics /ˈmetrɪks/ = USER: metrics, μετρήσεις, μετρικές, μετρικών, μετρήσεων

GT GD C H L M O
monitor /ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης; USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
net /net/ = ADVERB: καθαρά; NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό

GT GD C H L M O
nets /net/ = NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: δίχτυα, διχτυών, τα δίχτυα, δίκτυα, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offering /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
optimization /ˌɒp.tɪ.maɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: βελτιστοποίηση; USER: βελτιστοποίηση, βελτιστοποίησης, Η βελτιστοποίηση, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
ordered /ˈɔː.dəd/ = VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: διέταξε, ταξινομούνται, εντολή, καταδικαστεί, καταδικάζεται

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overview /ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
pack /pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη; VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω; USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν

GT GD C H L M O
paid /peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός; USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται

GT GD C H L M O
pal /pæl/ = NOUN: στενός φίλος, φιλαράκος, σύντροφος; USER: φιλαράκος, PAL, φίλε, φίλο, φίλος

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
pay /peɪ/ = NOUN: πληρωμή, μισθός, μισθοδοσία; VERB: πληρώνω, προσφέρω; USER: πληρωμή, δικαστικά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώνουν, πληρώνουν

GT GD C H L M O
payment /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
placing /pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: τη διάθεση, διάθεση, τοποθέτηση, τοποθετώντας, την τοποθέτηση

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
popular /ˈpɒp.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: δημοφιλής, λαϊκός, λαοφιλής; USER: δημοφιλής, δημοφιλή, δημοφιλές, δημοφιλείς, λαϊκή, λαϊκή

GT GD C H L M O
positioning /pəˈzɪʃ.ən/ = USER: τοποθέτηση, θέσης, θέση, στίγματος, τοποθέτησης

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
print /prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω; NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος; USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
prominent /ˈprɒm.ɪ.nənt/ = ADJECTIVE: προεξέχων, διακεκριμένος, επιφανής; USER: επιφανής, διακεκριμένος, προεξέχων, εξέχοντα, εμφανή

GT GD C H L M O
promotional /prəˈməʊ.ʃən.əl/ = USER: προώθησης, διαφημιστικό, προωθητικές, διαφημιστικών, διαφημιστικά

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
publishing /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: εκδόσεων, δημοσίευση, εκδόσεις, εκδοτική, δημοσίευσης, δημοσίευσης

GT GD C H L M O
purchases /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: ψώνια; USER: αγορές, αγορά, αγορών, τις αγορές, αγοράζει

GT GD C H L M O
puts /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζει, θέτει, τοποθετεί, δίνει, βγάζει, βγάζει

GT GD C H L M O
quick /kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
rank /ræŋk/ = NOUN: τάξη, βαθμός, σειρά, γραμμή, κλάση, πυκνή βλάστηση, ταγγός; VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω; ADJECTIVE: χονδροειδής, υπερβολικός; USER: κατατάσσονται, rank, κατατάσσουν, κατατάξουν, ταξινομήσει

GT GD C H L M O
ranking /ˈræn.kɪŋ/ = VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω; USER: κατάταξη, ιεράρχηση, κατάταξης, ranking, Η ταξινόμηση

GT GD C H L M O
rates /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμές, ποσοστά, τα ποσοστά, επιτόκια, συντελεστές

GT GD C H L M O
reach /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
receivables /rɪˈsiːvəblz/ = USER: απαιτήσεις, εισπρακτέα, απαιτήσεων, απαιτήσεις από, εισπρακτέων

GT GD C H L M O
receives /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνει, δέχεται, παραλαμβάνει, εισπράττει, λάβει

GT GD C H L M O
recommendations /ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα; USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που

GT GD C H L M O
reduced /riˈd(y)o͞os/ = ADJECTIVE: μειωμένος; USER: μειωμένος, μειωθεί, μειώνεται, μειώθηκε, μειωμένη

GT GD C H L M O
reentry /rēˈentrē/ = NOUN: είσοδος, νέα είσοδος; USER: είσοδος, επανεισόδου, επανείσοδο, επανεισερχόμενων, επανεισόδου στην ατμόσφαιρα

GT GD C H L M O
reflects /rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω; USER: αντανακλά, αντικατοπτρίζει, αντανακλά την, αντικατοπτρίζει την, εκφράζει

GT GD C H L M O
refund /ˈriː.fʌnd/ = NOUN: επιστροφή χρημάτων, απότιση; VERB: καλύπτω διά νέου δανείου, επιστρέφω χρήματα; USER: επιστροφή χρημάτων, επιστρέψει, επιστροφή, επιστρέψουμε, επιστρέφει

GT GD C H L M O
regions /ˈriː.dʒən/ = NOUN: περιοχή, χώρα, πολίτευμα; USER: περιφέρειες, περιοχές, περιφερειών, περιοχών, τις περιφέρειες

GT GD C H L M O
related /rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων; USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται

GT GD C H L M O
relevant /ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων; USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό

GT GD C H L M O
reporting /rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
rest /rest/ = NOUN: υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ηρεμία, στήριγμα, παύση, ανάπαυλα; VERB: αναπαύομαι, ξεκουράζω, στηρίζομαι, αναπαύω, στηρίζω; USER: ανάπαυση, υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυσης, υπόλοιπη

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
returning /rɪˈtɜːn/ = VERB: επιστρέφω; USER: επιστροφή, επιστρέφουν, την επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέφοντας

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
runs /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, εκτελείται, λειτουργεί, διατρέχει, έρχεται, έρχεται

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
satisfaction /ˌsæt.ɪsˈfæk.ʃən/ = NOUN: ικανοποίηση, ευχαρίστηση; USER: ικανοποίηση, ικανοποίησης, ικανοποίησή, την ικανοποίηση, ικανοποίηση των

GT GD C H L M O
search /sɜːtʃ/ = NOUN: έρευνα, ψάξιμο; VERB: ψάχνω, ερευνώ, ζητώ; USER: αναζήτηση, Αναζητήστε, αναζητήσετε, αναζήτησης, ψάξετε

GT GD C H L M O
secure /sɪˈkjʊər/ = ADJECTIVE: ασφαλής; VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: ασφαλής, εξασφαλίσει, εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφαλίσουν

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
self /self/ = PRONOUN: εαυτός; ADJECTIVE: ίδιος; USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self

GT GD C H L M O
sell /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν

GT GD C H L M O
selling /ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών; USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
ship /ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι; VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω; USER: πλοίο, μεταφέρει, στείλουμε, πλοίων, στείλει

GT GD C H L M O
shipping /ˈʃɪp.ɪŋ/ = NOUN: αποστολή, ναυτιλία, φόρτωση; ADJECTIVE: ατμοπλοϊκός; USER: ναυτιλία, αποστολή, Γραμματοσήμανση αλληλογραφίας, αποστολής, ναυτιλίας

GT GD C H L M O
shoppers /ˈʃɒp.ər/ = NOUN: αγοραστής, ψωνιστής, χρίζων; USER: αγοραστές, οι αγοραστές, τους αγοραστές, καταναλωτές, αγοραστών

GT GD C H L M O
shopping /ˈʃɒp.ɪŋ/ = NOUN: ψώνια, αγορά, ψώνισμα; USER: ψώνια, αγορών, αγορές, εμπορικό, εμπορική

GT GD C H L M O
sight /saɪt/ = NOUN: θέα, θέαμα, όραση, όψη; VERB: βλέπω; USER: θέαμα, όραση, θέα, όψεως, επαφή, επαφή

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
solution /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: διάλυμα, λύση, διαλύματος, λύσης, επίλυση

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
stock /stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο; VERB: εφοδιάζω; ADJECTIVE: έτοιμος; USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της

GT GD C H L M O
store /stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό; VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει

GT GD C H L M O
stored /stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί

GT GD C H L M O
streamlines /ˈstrēmˌlīn/ = USER: εξορθολογίζει, εκσυγχρονίζει, ρευματικές, γραμμές ροής, ρευματικές γραμμές"

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
suite /swiːt/ = NOUN: σουίτα, ακολουθία, συνοδία, σειρά πραγμάτων, σειρά δωμάτιων; USER: σουίτα, Suite, μπάνιο, ιδιωτικό, ιδιωτικό μπάνιο

GT GD C H L M O
suites /swiːt/ = NOUN: σουίτα, ακολουθία, συνοδία, σειρά πραγμάτων, σειρά δωμάτιων; USER: σουίτες, suites, οι σουίτες, σουιτών

GT GD C H L M O
supply /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο; VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
sweet /swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς; NOUN: γλύκισμα; USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές

GT GD C H L M O
sweets /swiːt/ = NOUN: γλύκα; USER: γλύκα, γλυκά, τα γλυκά, γλυκών, γλυκίσματα

GT GD C H L M O
sync /sɪŋk/ = USER: συγχρονισμό, sync, συγχρονίσετε, συγχρονισμού, συγχρονισμός

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
tax /tæks/ = NOUN: φόρος; VERB: φορολογώ, επιβαρύνω; USER: φόρος, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracking /trak/ = VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: παρακολούθησης, tracking, εντοπισμού, παρακολούθηση, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
tracks /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: κομμάτια, κομματιών, διαδρομές, τραγουδιών, πίστες

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
transparency /tranˈsparənsē/ = NOUN: διαφάνεια; USER: διαφάνεια, διαφάνειας, τη διαφάνεια, της διαφάνειας, η διαφάνεια

GT GD C H L M O
unified /ˈjuː.nɪ.faɪ/ = VERB: ενοποιώ; USER: ενοποιημένο, ενοποιημένη, ενιαίο, ενιαία, ενωμένο

GT GD C H L M O
unparalleled /ʌnˈpær.əl.eld/ = ADJECTIVE: χωρίς προηγούμενο, απαράμιλλος; USER: χωρίς προηγούμενο, απαράμιλλη, ασύγκριτη, ασύγκριτες, τις ασύγκριτες

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
ups /ˈleɪs.ʌps/ = VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: ups, επιχειρήσεων, εξετάσεις, παράθυρα, νέων επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
visitors /ˈvizitər/ = NOUN: επισκέπτης, μουσαφίρης; USER: επισκέπτες, οι επισκέπτες, επισκεπτών, τους επισκέπτες, στους επισκέπτες

GT GD C H L M O
warehouse /ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη; VERB: αποθηκεύω; USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
weeds /wiːd/ = NOUN: πένθιμα ενδύματα χήρας; USER: ζιζάνια, ζιζανίων, τα ζιζάνια, αγριόχορτα, των ζιζανίων

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

337 words